χαμηλός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. χαμηλός], χαμηλός· που δεν έχει σθένος, που βρίσκεται σε κατάπτωση, σε εγκατάλειψη: «ο στρατός έχει χαμηλό φρόνημα || δεν τον βλέπω ν’ αντέχει για πολύ, γιατί έχει χαμηλό ηθικό». Υποκορ. χαμηλούτσικος, -η κ. -ια, -ο. Επίρρ. χαμηλά·
- αν είσαι και ψηλά, βλέπε και χαμηλά, βλ. φρ. όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, λ. καβάλα·
- άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα, βλ. λ. ψηλός·
- έπεσε πολύ χαμηλά, ξέπεσε ηθικά, ενήργησε ή συμπεριφέρθηκε με τόσο άπρεπο τρόπο, που τον μείωσε στη συνείδησή μας: «να του πεις πως έπεσε πολύ χαμηλά μ’ όλα αυτά τα ψέματα που αράδιασε για μένα»·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πέφτω στα χαμηλά, από πλούσιος γίνομαι φτωχός, χρεοκοπώ: «κάποτε ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά, απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα χαρτιά έπεσε στα χαμηλά»·
- πέφτω χαμηλά, ξεπέφτω ηθικά: «έπεσες χαμηλά, που συμπεριφέρθηκες μ’ αυτόν τον άτιμο τρόπο στο φίλο σου». (Λαϊκό τραγούδι: έχω απ’ τη ζωή παράπονο μεγάλο, τον πόνο μου δεν ένιωσε κανείς, μη με παραξηγήσετε αφού κανείς δεν ξέρει, πριν πέσω τόσο χαμηλά,τι έχω υποφέρει
- χαμηλοί τόνοι, (ιδίως για συζήτηση) βλ. λ. τόνος.